- εξαγορευτής
- ο1) тот, кто разглашает, выдаёт, выбалтывает (тайну и т. п.); 2) кающийся в грехах; 3) исповедник, духовник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαγορευτής — και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω] μσν. νεοελλ. εξομολόγος αρχ. αυτός που ανακοινώνει μυστικό … Dictionary of Greek
ἐξαγορευτάς — ἐξαγορευτά̱ς , ἐξαγορευτής one who confesses masc acc pl ἐξαγορευτά̱ς , ἐξαγορευτής one who confesses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαγοράρης — ο (Μ ξαγοράρης) εξαγορευτής, εξομολογητής, πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐξαγοράριος < ἐξαγορεύω + κατάλ. άριος ή, κατ άλλους, από το ἐξαγοράρης < ἐξαγορά + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek
ξαγορευτής — ο (Μ ξαγορευτής) βλ. εξαγορευτής … Dictionary of Greek
Βουστρώνιος — Επώνυμο Κύπριων λογίων. 1. Γεώργιος (Κύπρος 1430; – 1501;). Χρονογράφος. Ήταν γαλλικής καταγωγής, καθολικός και έμπιστος των τελευταίων Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου. Το χρονικό του, Διήγησις κρόνικας Κύπρου, γραμμένο στο κυπριακό ιδίωμα,… … Dictionary of Greek